- τηγανισμος
- τηγανισμόςτηγᾰνισμόςὅ жарение, поджаривание Men.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τηγανισμός — ὁ, ΜΑ [τηγανίζω] το τηγάνισμα, η ενέργεια τού τηγανίζω … Dictionary of Greek
τηγανισμοί — τηγανισμός frying masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανισμοῦ — τηγανισμός frying masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηγανισμόν — τηγανισμός frying masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)